- εξαμβλύνω
- (AM ἐξαμβλύνω) [αμβλύνω]καθιστώ κάτι αμβλύ, τού λειαίνω τις άκρεςνεοελλ.ελαττώνω την ένταση, μετριάζω||αρχ. (για δικαστές) καθιστώ κάποιον εξαιρετικά επιεική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξήμβλυντο — ἐξαμβλύνω blunt plup ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐξαμβλύνω blunt plup ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξαμβλύνω blunt plup ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμβλύνουσιν — ἐξαμβλύ̱νουσιν , ἐξαμβλύνω blunt aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαμβλύ̱νουσιν , ἐξαμβλύνω blunt pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαμβλύ̱νουσιν , ἐξαμβλύνω blunt pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐξαμβλύ̱νουσιν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμβλύνοντες — ἐξαμβλύ̱νοντες , ἐξαμβλύνω blunt pres part act masc nom/voc pl ἐξαμβλύ̱νοντες , ἐξαμβλύνω blunt pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάμβλυνση — η 1. μεταβολή ενός αντικειμένου από μυτερό σε αμβλύ 2. εξασθένηση, χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek